- οστρειογραφής
- ὀστρειογραφής, -ές (Α)βαμμένος με πορφυρό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρειον + -γραφής (< γραφή < γράφω), πρβλ. χρυσο-γραφής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀστρειογραφεῖς — ὀστρειογραφής purple painted masc/fem acc pl ὀστρειογραφής purple painted masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)